- βουκολικός
- ή, -ό (AM βουκολικός, -ή, -όν) [βουκόλος]1. αγροτικός, ποιμενικός2. είδος της λυρικής ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ποίηση», «βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη»)3. Βουκολικά, τασυλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου4. φρ. «βουκολική τομή» ή «... διαίρεση» — τομή στο τέλος του τέταρτου δακτύλου του εξαμέτρουαρχ.βουκολικός, τίτλος αξιωματούχου της Διονυσιακής λατρείας.
Dictionary of Greek. 2013.